Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Οι ρίζες του ισλαμιστικού κινήματος στην Τσετσενία


Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΚΑΥΚΑΣΟ ΕΩΣ ΤΟ 1878


«Τα μάτια του Βοροντσόφ έλεγαν ότι αυτός δεν πιστεύει σε τίποτα από κείνα που έλεγε ο Χατζή-Μουράτ, ότι ξέρει πως μισεί καθετί ρωσσικό, ότι τέτοιος θα μείνει σ’ όλη του τη ζωή και τώρα υποκύπτει μόνο γιατί βρέθηκε στην ανάγκη να το κάνει» 

Λέων Τολστόι, «Χατζή Μουράτ»




Η τρομοκρατική επίθεση στην Βοστώνη από τους Τσετσένους αδελφούς Τσαρνάεφ, και η ευρεία συμμετοχή Τσετσένων μαχητών στον συριακό εμφύλιο, καταδεικνύουν ότι το εξτρεμιστικό Ισλάμ στον Καύκασο διαθέτει ισχυρή επιρροή και βαθιές ρίζες.
Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ευρύτερης περιοχής του Βορείου Καυκάσου, όπου βρίσκεται η Τσετσενία, είναι ο πολυεθνικός της χαρακτήρας. Οι γεωγραφικές συνθήκες του ορεινού συγκροτήματος ευνόησαν την φυλετική και εθνική πανσπερμία. Στο ιστορικό παρελθόν εκεί εύρισκαν καταφύγιο πληθυσμοί από τις στέππες του βορρά, την Υπερκαυκασία, την Μικρά Ασία αλλά και την περιοχή της ευφόρου ημισελήνου. Το εθνοτικό μωσαϊκό αποτελείται σήμερα από περίπου 40 εθνικές ομάδες, που διαβιούν σε οκτώ «Δημοκρατίες». Οι μουσουλμάνοι αποτελούν την μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού και έπονται οι χριστιανοί (Σλάβοι, Γεωργιανοί, Αρμένιοι και Οσσέτοι)2.
Αυτή η εθνοτική πολυδιάσπαση της περιοχής του Καυκάσου δεν επέτρεψε την ανάδυση και επικράτηση ενός εσωτερικού κέντρου ισχύος, ικανού να συνενώσει τη γεωπολιτικό αυτό σύνολο σε ενιαία κρατική οντότητα. Έτσι καθίστατο στο διηνεκές ευάλωτο στις διεισδύσεις και επιρροές εξωτερικών δυνάμεων. Ταυτοχρόνως, όμως, στις δυσπρόσιτες, για μαζικές εκστρατείες, περιοχές ευνοήθηκε η διατήρηση ενός σταθερού κοινοτικού συστήματος. Έτσι επηρεάσθηκαν καταλυτικά η ψυχοσύνθεση και οι παραδόσεις αυτών των λαών. Οι κοινωνικές τους λειτουργίες διακρίνονται ως εκ τούτου από έναν αμυντικό συντηρητισμό και την προσκόλληση στο εθιμικό και θρησκευτικό τους δίκαιο.

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

"Από τον Λένιν στον Στάλιν και στον ολοκληρωτισμό", Διάλεξη στο Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας

ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΕΣΣΔ, 1941

Σήμερα, η ομιλία μας είναι αφιερωμένη στα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη Σοβιετική Ένωση, μετά την Οκτωβριανή επανάσταση και το τέλος του εμφυλίου πολέμου, σε όλη την περίοδο του μεσοπολέμου.
Είναι η εποχή που το νέο κράτος, διάδοχο της τσαρικής αυτοκρατορίας, σταδιακά σταθεροποιείται και εξελίσσεται σε μια υπολογίσιμη παγκόσμια δύναμη. Οι δύο αυτές δεκαετίες, θα σφραγισθούν από την επικράτηση ενός ολοκληρωτικού μοντέλου διακυβέρνησης, τη διαμόρφωση μιας παντοδύναμης κρατικής γραφειοκρατίας, και κυρίως την επιβολή της υπερεξουσίας του ενός και απόλυτου ηγέτη, του Στάλιν, που παίρνει διαστάσεις προσωπολατρίας.
Κατά τα έτη αυτά, πραγματοποιήθηκε ένας πρωτοφανής κοινωνικός και οικονομικός μετασχηματισμός. Ιδιαίτερα μετά το 1928-29 και την εφαρμογή του πρώτου πενταετούς σχεδίου επιταχύνεται η εκβιομηχάνιση της χώρας με απίστευτους ρυθμούς. Ο σκοπός αυτός, όμως επιτεύχθηκε με διοικητικά μέτρα που δεν υπολόγισαν κοινωνικές αντιδράσεις και κόστος σε ανθρώπινες απώλειες. Το αποτέλεσμα θα είναι, βεβαίως, η Σοβιετική Ένωση να γίνει ένα συμπαγές κράτος, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις να ανταποκριθεί στον επικείμενο πόλεμο απέναντι στη γερμανική υπερδύναμη του Χίτλερ και να καταστεί η ίδια στη συνέχεια παγκόσμια υπερδύναμη.
Θα μπορούσε αυτό άραγε να συμβεί χωρίς τις τραγικές για εκατομμύρια ανθρώπους συνθήκες; 
Είναι ένα ερώτημα που, όπως όλα τα ιστορικά «Αν», ποτέ δεν θα λάβει καταληκτική απάντηση. Αρχικώς, αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να παρακολουθήσουμε την αλληλουχία των γεγονότων που μας οδήγησαν ως εκεί.

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

"Η Οκτωβριανή Επανάσταση", Διάλεξη στο "Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων" του Πανεπιστημίου Λευκωσίας



http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/a/a8/Carte_des_cons%C3%A9quences_du_Trait%C3%A9_de_Brest-Litovsk.svg/595px-Carte_des_cons%C3%A9quences_du_Trait%C3%A9_de_Brest-Litovsk.svg.png
ΣΥΝΘΗΚΗ ΜΠΡΕΣΤ-ΛΙΤΟΦΣΚ 1918   


Απόψε θα μιλήσουμε για ένα ιστορικό γεγονός, το οποίο χωρίς αμφιβολία και άσχετα από το πρόσημο που του δίνουμε, θετικό ή αρνητικό, συνιστά ένα από τα σημαντικότερα του 20ού αιώνα και όχι μόνον.
Θα μιλήσουμε για την Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσική αυτοκρατορία, το 1917.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, οι επαναστάσεις ήταν δύο. Καθώς έχει προηγηθεί αυτή του Φεβρουαρίου, όταν ανατράπηκε ο τσάρος Νικόλαος ο Β΄, ο τελευταίος ηγεμόνας της δυναστείας Ρομανόφ, που κατείχε το θρόνο για περίπου τρεις αιώνες.
Αναφερόμενοι στα συμβάντα, θα προσπαθήσουμε να διακρίνουμε πίσω τους το ιστορικό βάθος και τις γενεσιουργές αιτίες που τα προκάλεσαν. Διότι, ένα γεγονός δεν συμβαίνει ως κεραυνός εν αιθρία. Χωρίς βεβαίως να αποκλείουμε τον παράγοντα τύχη ως προς την έκβασή του, η προετοιμασία του έχει ωστόσο ξεκινήσει πολύ καιρό πριν.
Για να κατανοήσουμε λοιπόν όσα συνέβησαν στη Ρωσία του 1917, και τα οποία σημάδεψαν την παγκόσμια ιστορία για τις επόμενες δεκαετίες θα πρέπει να εξετάσουμε, την κατάσταση που βρισκόταν η ρωσική αυτοκρατορία τις παραμονές της επανάστασης, την δημιουργία και ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος στη χώρα, τις ιδέες και τη δράση του κόμματος των μπολσεβίκων που κατόρθωσε να βγει νικητής από αυτήν την σκληρή σύγκρουση.

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Κύπρος: Κουσούρια και Ξένα Λάβαρα

Ένα κλασικό επιχείρημα, όσων κατά καιρούς έχουν υποστηρίξει την αναγκαιότητα μιας υποχωρητικής τακτικής απέναντι στις ακόρεστες διεκδικήσεις της Τουρκίας, είναι ότι αυτό επιτάσσει ο πολιτικός ρεαλισμός. Ταυτοχρόνως, όμως, οι ίδιοι απορρίπτουν μετά βδελυγμίας ότι ο «ρεαλισμός» τους μας οδηγεί, εν τέλει, στην απώλεια εθνικής κυριαρχίας και της αλλοτρίωσής μας ως έθνους. Ενίοτε, όμως, οι λέξεις που επιλέγουν για να «ντύσουν» την επιχειρηματολογία τους αποκαλύπτουν τον πυρήνα της σκέψης τους. Χαρακτηριστικό, και θλιβερό συνάμα, παράδειγμα, συνιστά το κείμενο της κας Κέζα στο ηλεκτρονικό Βήμα (13.11) με τον, διαφωτιστικό για το περιεχόμενο του άρθρου, τίτλο "Κύπρος, μια άλλη χώρα".
Αφορμή, για το σχόλιο της αρθρογράφου, αποτέλεσε το αίτημα, του ευρωβουλευτή κ. Κουμουτσάκου, για παρέμβαση της Κομισιόν στις άθλιες και αχαρακτήριστες δηλώσεις τού, διολισθαίνοντος συνεχώς σε απροκάλυπτο εσωτερικό και εξωτερικό αυταρχισμό, Ερντογάν για την Κύπρο. Του ζητά, λοιπόν, να καθίσει στα αυγά του και να μην δημιουργεί ζητήματα με την γείτονα για μια «κακοδιατύπωση» (ο όρος και τα εισαγωγικά της συντάκτριας).

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2013

"Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου", Ένα τραγικά επίκαιρο βιβλίο

http://ardin-rixi.gr/wp-content/uploads/2014/01/taxidi_sti_skia_tou_vizantiou1.jpg
εκδόσεις Ωκεανίδα, 2013, σελ. 635
Σκοπός μου ήταν να ξεκινήσω από τον Άθω και να φτάσω μέχρι τα κοπτικά μοναστήρια της Άνω Αιγύπτου, για να κάνω αυτό που άλλοι ταξιδιώτες, εκείνοι που θα ακολουθήσουν μετά από μένα, δεν θα μπορέσουν να κάνουν.
Αυτά έγραφε ο Ουίλιαμ Νταλρίμπλ πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες, με προφητική διαίσθηση, που πήγαζε από τη διαύγεια των επιτόπιων διαπιστώσεών του. Εφοδιασμένος με εξαιρετικές σπουδές και ακατάβλητη αποφασιστικότητα, ο Σκωτσέζος περιηγητής, σε πολύ νεαρή ηλικία, επιχείρησε ένα ταξίδι στο χώρο και στο χρόνο, αψηφώντας τους υπαρκτούς κινδύνους και πετυχαίνοντας το στόχο του. Να διασώσει, δηλαδή, στην παγκόσμια ιστορική μνήμη, τα απομεινάρια του χριστιανικού κόσμου εκεί που υπήρξε, ακριβώς, η κοιτίδα του. Ένα ταξίδι στην Αντιόχεια, στην Έδεσσα, στο Τουρ Αμπντίν, στο Χαλέπι, στη Δαμασκό, στη Βηρυτό, στην Ιερουσαλήμ, στην Αλεξάνδρεια, στην έρημο της Άνω Αιγύπτου. Στους τόπους που γεννήθηκε και άνθισε ο μοναχισμός κι ο ασκητισμός, εκεί που συναντήθηκε η ανατολή με το ελληνικό πνεύμα. Ένα βιβλίο που θα έπρεπε να διαβάσουν, σήμερα, όσοι στη Δύση προχωρούν σε μια ακόμη αφροσύνη, απειλώντας να δώσουν, ταυτόχρονα, τη χαριστική βολή στη χριστιανική παρουσία δύο χιλιάδων ετών. Και, πρωτίστως, να (ξανα)διαβάσουν οι Έλληνες. Όχι, όμως, ως νοσταλγικό αφήγημα ενός προικισμένου περιηγητή. Αλλά ως αφυπνιστική πρόκληση προς έναν λαό που, πνευματικά ναρκωμένος, δεν αντιλαμβάνεται τις ευθύνες του απέναντι στην πολιτισμική του κληρονομιά.

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Παναγιώτης Κανελλόπουλος: Ευρωπαϊκός Πολιτισμός και Βυζάντιο

 «Και του γένους εσμέν και της γλώττης αυτοίς (τοις Έλλησι)
κοινωνοί και διάδοχοι»[1]
Θεόδωρος Μετοχίτης

«Ecce, Grecia nostro exsilio transvolavit Alpes»[2]
Ιωάννης Αργυρόπουλος

Με τη συγγραφή της «Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος κατήγαγε, αναμφίβολα, έναν άθλο. Η ολοκλήρωση ενός ψηφιδωτού μνημειακών διαστάσεων, αποτελούμενου από χιλιάδες ψηφίδες πνευματικής δημιουργίας αιώνων, γερά αρμοσμένες στο ιστορικό τους πλαίσιο, συνιστά έργο απαράμιλλο και θαυμαστό. Η βαθιά και εμπεριστατωμένη μελέτη όλων των εκφάνσεων του ευρωπαϊκού πνευματικού πολιτισμού επέτρεψε στο συγγραφέα, προς όφελος και απόλαυση του αναγνώστη, να κινείται με παροιμιώδη άνεση στο χώρο και στο χρόνο. Κάθε αναφορά και κρίση του διέπεται από εκπληκτική ικανότητα αντίληψης της πνευματικότητας που φέρουν και εκδηλώνουν τα έργα του ανθρώπινου πολιτισμού. Και ως συνεπής ακόλουθος ενός υψηλού ιδεαλισμού, τα τοποθετεί, με το μέγιστο σεβασμό, σε μια ιδεατή πνευματική κλίμακα.
Η, εξαρχής, ευσυνείδητη στάση του, όπως αρμόζει σε έναν γνήσιο διανοούμενο, χάρισε στο έργο του αναμφισβήτητη εγκυρότητα. Επιπλέον, όμως, συνέβαλε στη συμπλήρωση και τον εμπλουτισμό της εργασίας του, που τα προκάλεσαν όχι μόνον οι αποκτηθείσες γνώσεις αλλά και οι, από τις ιστορικές και προσωπικές περιπέτειες, νέοι ιδεολογικοί του προσανατολισμοί. Ο Κανελλόπουλος, ως προσωπικότητα που την διακρίνει η έντονη πολιτική δραστηριότητα, στον ίδιο βαθμό με την πνευματική, επηρεάζεται άμεσα από την ιστορική πραγματικότητα. Πολύ περισσότερο που κι ο ίδιος είναι ένας από τους διαμορφωτές της. Η σκέψη του, χωρίς να απομακρύνεται από τις ιδεοκρατικές της αρχές, αναζητά εναγωνίως να συναντήσει τις ανάγκες του ανθρώπου, της κοινωνίας, της πατρίδας. Και μοιραία επαναδιαμορφώνει την οπτική του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μετατόπισης του κέντρου θέασης στη σκέψη του Κανελλόπουλου συνιστά η στάση του απέναντι στο βυζαντινό πολιτισμό. Στον γραμμένο τις παραμονές ή και τις αρχές του β΄ παγκοσμίου πολέμου, πρώτο τόμο της «Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» (εκδόθηκε το 1941) το Βυζάντιο θα καταλαμβάνει επτά σελίδες, ενώ στη δεύτερη έκδοση, το 1947, δέκα. Το 1966 οι σελίδες που αφορούν στο βυζαντινό πολιτισμό θα γίνουν διακόσιες εξήντα![3]
Στην έκδοση αυτή, ο Κανελλόπουλος θα γράψει: «μια βασική διαφορά μεταξύ της παλαιάς και της νέας μορφής του έργου μου αναφέρεται στο Βυζάντιο. Τώρα έδωσα στο Βυζάντιο τη θέση που του αξίζει στην ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος. Προ τριάντα ή και προ είκοσι ετών (όταν βγήκε σε δεύτερη έκδοση ο πρώτος τόμος) δεν είχα πνευματική διάθεση να το κάμω, ούτε τα αναγκαία εφόδια».[4] Και θα συμπληρώσει αναφερόμενος στον  «Έλληνα του Βυζαντίου»: «τον παίρνω από τα όρια Ευρώπης και Ανατολής –από τις απόμερες ‘‘άκρες’’ και τα δραματικά σταυροδρόμια- και τον ενώνω με τη Δύση και τον Βορρά. Χαίρω ότι, με την πρόοδο της ηλικίας, έφθασα στην ωριμότητα εκείνη του πνεύματος που μ’ έκαμε να μπορώ ν’ αποδώσω δικαιοσύνη στον τόσο βασανισμένο βυζαντινό Ελληνισμό».