Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

Η ιθύνουσα τάξη ενώπιον των εθνικών ευθυνών της


Η αγχώδης προσπάθεια της πολιτικο-οικονομικής ηγεμονικής τάξης της Ελλάδος να διατηρεί σταθερά με τη Τουρκία σχέση προσέγγισης και συνεργασίας, έφθασε πλέον σε οριακό σημείο. Το συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο είχε τεθεί όλο το προηγούμενο διάστημα και συνιστούσε έναν αποδεκτό άξονα επί του οποίου κινείτο η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος –με μεγαλύτερη πάντως επιφυλακτικότητα από τις προθέσεις που εξέφραζε η συντριπτική πλειοψηφία των «οργανικών» διανοουμένων, που στην Ελλάδα είναι έτσι κι αλλιώς η συντριπτική πλειοψηφία της διανόησης-, έχει υποστεί βαθιές και ανεπανόρθωτες ρωγμές.
Κατ’ αρχάς, η πρωτοφανής οικονομική κρίση- η οποία βεβαίως είναι κάτι πολύ παραπάνω, είναι μια δομική κρίση- έχει στερήσει από τα μέλη των ελίτ την αξιοπιστία που απολάμβαναν έως πρότινος εκ μέρους της κοινωνίας. Η παρούσα παρατεταμένη περιπέτεια της χώρας συνιστά μια βαριά ήττα επιλογών και προσώπων της πρόσφατης τεσσαρακονταετίας. Το γεγονός ότι οι ίδιες περίπου ισχυρές ομάδες πολιτικο-κοινωνικών συμφερόντων ηγούνται των διαδικασιών αποκατάστασης μιας νέας ισορροπίας, πρωτίστως προς όφελος των ιδίων, δεν τις εξιλεώνει στη συλλογική συνείδηση. Ως εκ τούτου, προβάλλουν το φόβο ως ισχυρότερο επιχείρημα νομιμοποίησης της εξουσίας τους. Τούτο συνεπικουρείται από την ανυπαρξία ρεαλιστικής εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης αλλά και της έλλειψης κοινωνικής υπευθυνότητας και πολιτικής ωρίμανσης. Οι αποφάσεις επί των εθνικών μας θεμάτων λαμβάνονται, επομένως, από φορείς που δεν έχουν εκ προοιμίου τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας του έθνους. Το ίδιο ισχύει και για το πλέγμα των μέσων πληροφόρησης και διαμόρφωσης της κοινής γνώμης που τελεί υπό μόνιμη και ευρεία αμφισβήτηση. [σ.τ.σ. Εν τω μεταξύ, έλαβαν χώρα οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, στις οποίες αποδείχθηκε με εντυπωσιακό τρόπο αυτή η πολιτική στροφή της κοινωνίας. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική της νέας κυβέρνησης και ιδιαίτερα στις ελληνο-τουρκικές σχέσεις οφείλουμε να τηρήσουμε στάση αναμονής -και ασφαλώς να μη παρασυρόμαστε από κινήσεις εντυπωσιασμού από τους νέους ΥΠΕΞ και ΥΠΕΘΑ
Η δεύτερη ρωγμή καταγράφεται στο ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης και αποδιοργάνωσης. Η μετατροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εν μέσω υφεσιακής στενωπού, σε ένωση κρατών υπό γερμανική οικονομική και πολιτική ηγεμονία, έχει πυροδοτήσει πολλαπλές και πολύμορφες φυγόκεντρες τάσεις. Η βεβαιότητα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έχει παραχωρήσει τη θέση της στα απαισιόδοξα σενάρια αποχωρήσεων και αποσχίσεων και σε στενά εθνικά καθορισμένες πολιτικές. Η διαδικασία της υποχώρησης του φιλόδοξου σχήματος μιας ενιαίας Ευρώπης επιταχύνεται ραγδαία από τη σφοδρή αντιπαράθεση των ΗΠΑ με τη Ρωσσία, τόσο στο πεδίο της Ουκρανίας, όσο και στο έδαφος των κρατών-μελών της Ε.Ε., κυρίως στα Βαλκάνια, στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη. Το πλέον, επομένως, στιβαρό επιχείρημα των οπαδών της ελληνοτουρκικής προσέγγισης, που ήτο η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, και η τιθάσευση, μέσω διαδικασιών προσαρμογής στους ευρωπαϊκούς κανόνες, του «θηρίου» δεν πείθει πια κανέναν.
Το τρίτο στοιχείο που έχει αλλάξει άρδην τα δεδομένα είναι, οπωσδήποτε, οι εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουμε εισέλθει σε φάση ιστορικής αλλαγής εθνικο-θρησκευτικών συσχετισμών, η οποία, με τη σειρά της προκαλεί εσωτερικές συγκρούσεις, πολέμους και αλλαγές στις συνοριακές γραμμές. Παρά την καθησυχαστική, ίσως και εκμαυλιστική, πεποίθηση που επικρατούσε στο μεταπολιτευτικό φαντασιακό των Ελλήνων, ότι ανήκουμε τελεσίδικα στο δυτικό κόσμο, ατενίζοντας έτσι συγκαταβατικά ακόμη και αφ’ υψηλού την ανατολή, ήλθε η γεωπολιτική για να μας θέσει πάλι στις πραγματικές μας συντεταγμένες. Τούτο σημαίνει ότι, όσα συμβαίνουν στη γειτονιά της ανατολικής μεσογείου τραβούν και εμάς –και την Κύπρο και την Ελλάδα- στις ιλιγγιώδεις περιστροφές της ιστορικής δίνης. Όπως άλλωστε και όσα συμβαίνουν ή πρόκειται να συμβούν στον ευρύτερο βαλκανικό περίγυρο. Η όαση σταθερότητας του ελληνισμού ακούγεται ως ένα καλό επιχείρημα, που στοχεύει σε επιπλέον εγγυήσεις ασφάλειας από τους υπερατλαντικούς συμμάχους της. Στην ουσία, όμως, είναι δύσκολο έως αδύνατο η χώρα να μείνει έξω από το χώρο των βιβλικών ανακατατάξεων που επισυμβαίνουν στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι, οι νέοι άξονες Αιγύπτου-Κύπρου-Ελλάδος και Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδος προσπαθούν να απαντήσουν αφενός στις ανάγκες που προκύπτουν από τον υπό διαμόρφωση ενεργειακό χάρτη αφετέρου στο πρόβλημα ασφάλειας που αντιμετωπίζει ο ελληνισμός από την τουρκική επεκτατικότητα. Η πλήρης αποκάλυψη του αληθινού προσώπου του νεο-οθωμανικού οράματος των Ερντογάν-Νταβούτογλου και η ανεξέλεγκτη και μεγαλομανής εξωτερική τους πολιτική, δυσχεραίνουν την υποστήριξη της θεωρίας της προσέγγισης από τους μόνιμους εγχώριους θιασώτες της.
Το ουσιαστικότερο εμπόδιο, όμως, στην ανοιχτή προπαγάνδιση ανάλογων θέσεων δεν αποτελεί ούτε η προκλητική στάση της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ ή στα ελληνικά χωρικά ύδατα· ούτε η αναμφισβήτητη στήριξη εκ μέρους της των «κανιβάλων» του Ισλαμικού Κράτους και η ανήθικη υπονόμευση του κουρδικού αγώνα αντίστασης· ούτε, ακόμη ακόμη, η αντιδραστική εσωτερική πολιτική των ισλαμιστών σε θέματα ελευθερίας του λόγου και φυλετικών και θρησκευτικών διακρίσεων, που είναι και τα πλέον αγαπημένα μεταξύ των οπαδών του πολιτικά ορθού. Το μεγάλο πρόβλημα έγκειται πρώτα και κύρια στις σχέσεις της Άγκυρας με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, και ιδιαίτερα με το δεύτερο που βρίσκεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία, επομένως, και λιγότερο ένας σαφής σχεδιασμός ή μια καθαρή πρόθεση ωθούν, εκ των πραγμάτων, το «φοβικό» κατεστημένο σε Κύπρο και Ελλάδα σε κινήσεις που το φέρνουν αντιμέτωπο με τη Τουρκία. Το πιθανότερο, όμως, είναι ότι αν προέκυπταν, κάτι διόλου απίθανο, διαφορετικοί διεθνείς συσχετισμοί, η «δίψα» του κέρδους από το όποιο ασφαλές μερίδιο εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων αερίου ή πετρελαίου, θα έβρισκε μάλλον πρόθυμες τις ιθύνουσες τάξεις μας για σύναψη ετεροβαρούς και δεσμευτικής για τον ελληνισμό συμφωνίας με τη γείτονα.
Η Άγκυρα, από τη μεριά της, βαριά ηττημένη σε όλη την υποτιθέμενη νεο-οθωμανική ζώνη επιρροής της στη Β. Αφρική, στη Συρία και στη Μεσοποταμία, και με την απειλή για εσωτερικό διαμελισμό πιο υπαρκτή από ποτέ, θα θελήσει να ανακτήσει το κύρος της με κέρδη έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου. Γεννάται λοιπόν το ερώτημα το πως θα αντιδράσουν σε αυτές τις προκλήσεις οι πολιτικοί μας ηγήτορες, αν μάλιστα υπάρξει πίεση από τους συμμάχους μας, που έχουμε δώσει «γη και ύδωρ», για έναν ανέντιμο για την Ελλάδα συμβιβασμό, στο όνομα της ειρήνης και των ευρύτερων σχεδιασμών. Θα μας εκπλήξουν, λειτουργώντας εθνικά, ή θα κηρύξουν άτακτη υποχώρηση με πρόσχημα τη σύνεση, χρεώνοντας στον ελληνισμό μια ήττα με ανυπολόγιστες ιστορικές συνέπειες;  Δυστυχώς, η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δυσχερή. Προς ώρας, πάντως, μας «σώζουν», κυρίως, οι θετικές εξελίξεις στα καυτά μέτωπα της περιοχής και η αδιαλλαξία του νεο-σουλτάνου.

*Το κείμενο δημοσιεύεται στο περιοδικό "Νέα Πολιτική" τεύχος 12 (Δεκέμβριος 2014) και έχει γραφτεί τον Νοέμβριο του 2014


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου