Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Οι αμφίθυμες σχέσεις Αυστραλίας-Κίνας


Οι διπλωματικές σχέσεις της Αυστραλίας με την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας ξεκινούν το 1972, αμέσως μετά την αλλαγή και της αμερικανικής πολιτικής προς το Πεκίνο, κατά την προεδρία Νίξον. Από τότε η συνεργασία των δύο χωρών είναι πολύ στενή, ιδιαίτερα στο οικονομικό πεδίο, με θεσμοθετημένες κοινές δομές λήψης και εφαρμογής συμφωνιών, όπως το κοινό συμβούλιο Αυστραλίας Κίνας (ACC), που λειτουργεί από το 1978. Οι συναντήσεις των ηγετών των δύο κρατών πραγματοποιούνται πλέον καθ’ έτος, ενώ παράλληλες συναντήσεις κάνουν τα υπουργεία Εξωτερικών και Οικονομικών. Και οι δύο χώρες συμμετέχουν σε αρκετούς οργανισμούς συνεργασίας, όπως η APEC (Οικονομική Συνεργασία Ασίας και Ειρηνικού).  Οι σχέσεις αυτές δεν είναι, όμως, ανέφελες, και στο διπλωματικό πεδίο παρατηρούνται αρκετές διακυμάνσεις, που άπτονται τόσο σε ζητήματα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσο και διαφορετικής οπτικής στα θέματα περιφερειακής ασφάλειας.
Η Αυστραλία είναι μια μεγάλη σε έκταση χώρα, αλλά μικρή αναλογικά σε πληθυσμό (23.800.000 κάτοικοι). Διαθέτει, όμως, πολλές πλουτοπαραγωγικές πηγές και πρώτες ύλες, γεγονός που την καθιστά πολύτιμη για την διαρκώς ογκούμενη κινεζική οικονομία. Η αδιατάραχτη συνέχεια στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δύο χωρών, οι οποίες αυξάνονται ραγδαία τα τελευταία χρόνια, επέτρεψε εν τέλει στην Αυστραλία να μην επηρεασθεί από την πρόσφατη παγκόσμια οικονομική κρίση. Η Κίνα αποτελεί, σήμερα, τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Αυστραλίας, ενώ το εμπορικό ισοζύγιο των δύο χωρών το 2013 έφθασε στα 150 δις δολ. Για την Αυστραλία οι εξαγωγές προς την Κίνα ανήλθαν σε 95 δις δολ. - αξίζει να αναφερθεί ότι οι εξαγωγές υπηρεσιών ανέρχονται στα 7 δις δολ.- και οι εισαγωγές, κυρίως αγαθών, σε 47 δις. Ας σημειωθεί ότι οι συναλλαγές της Αυστραλίας με την Κίνα από το 2013 γίνονται με αυστραλιανό δολάριο και κινεζικό γουάν. Το δολάριο της Αυστραλίας ήταν το τρίτο νόμισμα που είχε αυτή τη δυνατότητα, μετά το δολάριο και το ιαπωνικό γεν.

Το 2014, οι ηγέτες της Αυστραλίας Τόνυ Άμποττ και της Κίνας Σι Τιπίνγκ συμφώνησαν, έπειτα από σχετικές συνομιλίες δέκα ετών, να δημιουργήσουν μια ελεύθερη ζώνη εμπορίου, στις συναλλαγές των δύο χωρών. Η συμφωνία συνιστά μέρος του σχεδίου του Πεκίνου για μια περιοχή ελεύθερου εμπορίου Ασίας και Ειρηνικού (FTAAP), και πρόσφατα έχει υπογράψει ανάλογες συμφωνίες με την Ιαπωνία και την Κορέα. Η συμφωνία Αυστραλίας-Κίνας (ChAFTA) προβλέπεται να αυξήσει κατά πολύ ακόμη το εμπορικό ισοζύγιο των δύο χωρών, ενώ όσον αφορά στην Αυστραλία θα δώσει τεράστια ώθηση στους τομείς της αγροτικής οικονομίας -και ιδιαίτερα στην πολύ αναπτυγμένη κτηνοτροφία- της ενέργειας, της βιομηχανίας και των υπηρεσιών. Σύμφωνα με σχετικές μελέτες, όταν ολοκληρωθεί η εφαρμογή της συμφωνίας, το 95% των αυστραλιανών εξαγωγών προς την Κίνα δεν θα υπόκειται σε καμία φορολογία, τη στιγμή που τώρα φορολογούνται ακόμη και με 40%. Η κινεζική κυβέρνηση εκτιμά ότι οι επενδύσεις που πρόκειται να κάνει επί του εδάφους της Αυστραλίας, μετά την υπογραφή της συμφωνίας για τη ζώνη ελεύθερου εμπορίου και σε βάθος χρόνου 10 ετών, θα φθάσουν το ύψος των 1,25 τρις. δολ.
Αυτή, όμως, είναι μια πλευρά του νομίσματος, διότι υπάρχει και η άλλη. Η Αυστραλία είναι αναμφίβολα «σαρξ εκ της σαρκός» του δυτικού κόσμου, πολιτικά και πολιτισμικά. Επίσης, ακολουθεί με συνέπεια όλες τις βασικές συντεταγμένες του αγγλοσαξονικού άξονα, και πρωτίστως των ΗΠΑ, στη διεθνή πολιτική. Συχνά, λοιπόν, προκύπτουν διαφωνίες σε ζητήματα που άπτονται στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της καταστολής των Κινέζων διαφωνούντων, ή της καταπίεσης μειονοτήτων στην κινεζική επικράτεια. Σοβαρό πρόβλημα, για παράδειγμα, υπήρξε  όταν συνελήφθη Αυστραλός υπήκοος κινεζικής καταγωγής από τις κινεζικές αρχές, εξαιτίας των δηλώσεών του για τα 25 χρόνια από τα γεγονότα της πλατείας Τιεν Αν Μεν. Αλλά και παλαιότερα, όταν ο πρωθυπουργός Χάουαρντ δέχθηκε τον εξόριστο ηγέτη του Θιβέτ, Δαλάι Λάμα, στην Καμπέρα.
Ένα ακόμη αγκάθι στις μεταξύ τους σχέσεις συνιστά η εντεινόμενη στρατιωτική παρουσία του κινεζικού ναυτικού στη θάλασσα της νοτιο-ανατολικής Κίνας και στον νότιο Ειρηνικό, και οι στρατιωτικές ασκήσεις που πραγματοποιεί βορείως της Αυστραλίας. Οι ανησυχίες της Καμπέρα πολλαπλασιάστηκαν όταν το Πεκίνο ανακοίνωσε ότι προχωρεί στην δημιουργία ζώνης αεράμυνας στην θάλασσα της ανατολικής Κίνας.
Το Πεκίνο, όμως, έχει αναπτύξει και έντονη οικονομική δραστηριότητα στην περιφέρεια του νότιου Ειρηνικού, ανταγωνιζόμενο στην απόκτηση επιρροής τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Αυστραλία. Συγκεκριμένα, κατά την προηγούμενη δεκαετία, με την μορφή βοήθειας, οι Κινέζοι διοχέτευσαν στις διάφορες χώρες της περιοχής 1,9 δις. δολ. Η Παπούα Νέα Γουινέα, τα νησιά Φίτζι, η Σαμόα και το Βανουάτου –το οποίο ισοπεδώθηκε πρόσφατα από τον τυφώνα Παμ- εισέπραξαν, από το 2006, τεράστια ποσά, μέσω 167 προγραμμάτων, που ανέπτυξε η Κίνα στην περιοχή. Αν και η Κίνα κατατάσσεται ακόμη στην πέμπτη θέση των χρηματοδοτών των νησιωτικών αυτών κρατών, μετά την Αυστραλία, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Νέα Ζηλανδία, έχει καταστεί φανερό ότι η κινεζική παρουσία ενδυναμώνεται τάχιστα. 
Η ανησυχία των Αυστραλών αφορά και στην παρουσία των Κινέζων μεταναστών στη χώρα, και την πιθανότητα κάποια στιγμή στο μέλλον να αυξηθεί επικίνδυνα το ποσοστό τους. Σήμερα, στην Αυστραλία κατοικούν 450 χιλιάδες Κινέζοι μετανάστες (επίσημα στοιχεία του 2014), ενώ στα πανεπιστήμια της χώρας σπουδάζουν περί τους 150 χιλιάδες Κινέζοι φοιτητές, που αποτελούν πηγή σημαντικών εσόδων για την αυστραλιανή οικονομία.  
Ο μεγαλύτερος φόβος, όμως, της Αυστραλίας είναι να οδηγηθεί σε μια απόλυτη οικονομική εξάρτηση από τον κίτρινο γίγαντα, γεγονός που θα συνεπάγεται και την πολιτική της εξάρτηση.
Εξ αυτών των παραγόντων δικαιολογείται και η αμφιθυμία που παρατηρείται στις διμερείς τους σχέσεις, για πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Αμφίθυμη άλλωστε είναι και η εικόνα που έχουν οι ίδιοι οι Αυστραλοί πολίτες για την Κίνα, παρά το γεγονός ότι ωφελούνται τα μέγιστα από τις σχέσεις της χώρας τους με αυτήν. Σε δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Λεβί το 2014, οι Αυστραλοί δείχνουν να βλέπουν την Κίνα πιο θετικά από ποτέ, και να τη θεωρούν την καλύτερη φίλη της Αυστραλίας στην Ασία, στην ίδια θέση με την Ιαπωνία. Ωστόσο, το 48% των Αυστραλών πιστεύουν ότι είναι πολύ πιθανόν η Κίνα να αποτελέσει στρατιωτική απειλή για τη χώρα τους τα επόμενα 20 χρόνια και το 56% θεωρεί ότι η κυβέρνησή τους αφήνει να πραγματοποιούνται πολύ περισσότερο από ότι θα έπρεπε οι κινεζικές επενδύσεις. 
Παρ’ όλα αυτά, η ανάγκη που έχει η αυστραλιανή οικονομία από τα κινεζικά κεφάλαια κάνουν τους ηγέτες της να βάζουν «νερό στο κρασί τους». Προτάσσουν με ρεαλισμό τα πεδία της κοινής συνεργασίας και με ορθολογισμό προωθούν τα συμφωνηθέντα. Ως γνωστόν, οι Κινέζοι στις συναλλαγές τους με τα άλλα κράτη εκτιμούν τη σαφήνεια και τη συνέχεια, και τα δύο οι Αυστραλιανοί τους τα παρέχουν σταθερά (ειρήσθω εν παρόδω, σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου κυριαρχεί η σύγχυση και η ασυνέχεια).
Ταυτοχρόνως, όμως, η Καμπέρα προτάσσει ως αντίβαρο στην κινεζική πίεση τη στενότερη συνεργασία της με τις ΗΠΑ, με τις οποίες από το 1951 συμμετείχε στο σύμφωνο ANZUS (με τη συμμετοχή και της Νέας Ζηλανδίας). Η Αυστραλία παίρνει ενεργό μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις που ηγείται η Ουάσιγκτον για την «καταπολέμηση της τρομοκρατίας», όπως στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Το 2014, ΗΠΑ και Αυστραλία υπέγραψαν μια νέα αμυντική συμφωνία που επιτρέπει την ακόμη στενότερη συνεργασία τους σε αυτόν τον τομέα.
Αλλά και στο οικονομικό πεδίο η δραστηριοποίηση των Αμερικανών είναι εξαιρετικά έντονη. Η Ουάσιγκτον παραμένει ο μεγαλύτερης επενδυτής στην Αυστραλία, με τις αμφίδρομες επενδύσεις να ξεπερνούν το 1,1 τρις δολ.. Ταυτοχρόνως,  συμφωνία ελεύθερου εμπορίου μεταξύ ΗΠΑ και Αυστραλίας είναι σε ισχύ ήδη από το 2005, η οποία έχει επιτρέψει την αύξηση των μεταξύ τους συναλλαγών κατά 122%. Τέλος, απέναντι, στο κινεζικό σχέδιο για τη δημιουργία Ζώνης Ελεύθερου Εμπορίου Ασίας και Ειρηνικού (FTAAP) οι ΗΠΑ προωθούν τη δική τους συμφωνία εμπορίου στην περιοχή του Ειρηνικού (Trans-Pacific Partnership, TPP) που θα περιλαμβάνει 12 χώρες, θα αφορά 800 εκ. ανθρώπους και το 40% της παγκόσμιας οικονομίας. Στην TPP συμμετέχουν οι Αυστραλοί αλλά όχι οι Κινέζοι.

Διακινδυνεύοντας κάποια πρόβλεψη, όσον αφορά τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον, θα λέγαμε ότι το διαμορφωμένο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ Κίνας και Αυστραλίας θα εξακολουθεί να υφίσταται. Από αυτό εξάλλου βγαίνουν και οι δύο κερδισμένοι. Μοναδική περίπτωση να «εκτροχιαστεί» είναι να υπάρξει ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων Ουάσιγκτον – Πεκίνου, που θα επηρέαζε καταλυτικά, και τις αυστραλο-κινεζικές σχέσεις.  

Δημοσιεύεται στην "Νέα Πολιτική", τεύχος 14

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου