Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Το Ισραήλ παρακολουθεί προσεκτικά τη συμμαχία Πούτιν-Άσσαντ




του Ben Caspit

Σύμφωνα με τις επικρατούσες εκτιμήσεις στο Ισραήλ, η πρόβλεψη είναι ότι το καθεστώς Άσσαντ δεν θα πέσει στο ορατό μέλλον. Επιπλέον, οι Ισραηλινοί πιστεύουν ότι ο Άσσαντ έχει ολοκληρώσει το έργο της εξασφάλισης της συριακής ενδοχώρας, έχοντας, δηλαδή υπό κυβερνητικό έλεγχο το διάδρομο που έχει ως βάση την πρωτεύουσα Δαμασκό και συνεχίζεται βορείως ως το Αλλαουιστάν (το θύλακα των Αλαουιτών στη Λατάκεια), και το λιμάνι της Λατάκειας, με τις πόλεις Χαλέπι και Χομς να βρίσκονται, επίσης, στα χέρια του. Τώρα προσπαθεί να επεκτείνει τον έλεγχό του μέχρι το Ντέιρ εζ Ζορ.
Στη διάρκεια του περασμένου χρόνου, υπήρξε μια σοβαρή εξέλιξη στο χάρτη της διαλυμένης Συρίας. Η συριακή ενδοχώρα που είναι υπό τον έλεγχο του Άσσαντ αυξάνεται και επεκτείνεται με σταθερό ρυθμό, ενώ οι περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των ανταρτών συρρικνώνονται συνεχώς. Ακόμη και τα εδάφη του Ισλαμικού Κράτους ροκανίζονται γρήγορα. Οι Ισραηλινοί παράγοντες εκτιμούν ότι ο πόλεμος στη Συρία θα συνεχιστεί και στο άμεσο μέλλον, αλλά η ισορροπία δυνάμεων σ’ αυτό το σημείο ευνοεί ξεκάθαρα τον Άσαντ. Στο Ισραήλ, τα υπό τον Άσσαντ εδάφη αποκαλούνται πλέον Ασσαντιστάν. Είναι μια νέα, στενότερη, συρρικνωμένη Συρία. Μπορεί μάλιστα να είναι πολύ μικρότερη και από την ιστορική Συρία, αλλά παρ’ όλα αυτά είναι εδώ για να μείνει. Υπάρχει, ωστόσο, μια επιφύλαξη: «Χωρίς τον Πούτιν δεν υπάρχει Άσσαντ», όπως ανέφερε ένας ανώτερος Ισραηλινός παράγοντας στο Al-Monitor, υπό τον όρο της ανωνυμίας. «Το μόνο προαπαιτούμενο για την επιβίωση του Άσσαντ στην εξουσία είναι η καλή διάθεση του Πούτιν».
Ανώτερη ισραηλινή πηγή είπε ότι: «ο τρόπος που ο Πούτιν εξώθησε τις ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή και κατέστη η κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή θα μελετάται μια ημέρα στις σχολές στρατηγικής». Το γεγονός ότι τελικά ο Ομπάμα δεν επιτέθηκε στα συστήματα χημικού πολέμου στη Συρία, συνέβαλε σημαντικά στην μεταμόρφωση της Ρωσίας σε κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή και στη διάσωση του Άσσαντ. Ο Πούτιν είχε αντιληφθεί το μεταβατικό χρόνο μεταξύ της διακυβέρνησης Ομπάμα και αυτής του Τραμπ, ως έναν αδύναμο κρίκο, που θα μπορούσε να σφηνώσει και να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα πριν η νέα διοίκηση προλάβει να μορφοποιήσει μια νέα θέση και προσέγγιση.
«Δώστε ιδιαίτερη προσοχή στο τι συνέβη» είπε Ισραηλινός εμπειρογνώμονας –πάλι ανώνυμα- «Ο Τραμπ ανέλαβε επισήμως στις 20 Ιανουαρίου, ημέρα Παρασκευή. Κανείς δεν δουλεύει στην Ουάσιγκτον Σαββατοκύριακο. Τη Δευτέρα, στις 23 Ιανουαρίου, ο Τραμπ ξύπνησε το πρωί με τη Διεθνή Διάσκεψη για την επίλυση της Σύγκρουσης στη Συρίας να διεξάγεται στην Αστάνα του Καζαχστάν». Η συνδιάσκεψη ξεκίνησε από τον Πούτιν, και οι τιμώμενοι προσκεκλημένοι, εκτός από τη Ρωσία, ήταν οι Ιρανοί και οι Τούρκοι. Ο Πούτιν έχει εδώ και καιρό οικοδομήσει στενότερους δεσμούς με τον Ερντογάν, ενώ  αυτή την εβδομάδα υποδέχθηκε με θερμότητα τον πρόεδρο του Ιράν Χασσάν Ρουχανί στην Μόσχα.

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Η επόμενη ημέρα των εκλογών στη Βουλγαρία



του Νικίτα Κοβαλένκο

Παρά την νίκη του φιλοευρωπαϊκού κόμματος GERB, τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας στην Βουλγαρία δεν προκάλεσαν ενθουσιασμό στην Ε.Ε. Αντιλαμβάνονται με τι όγκο προβλημάτων θα έλθει αντιμέτωπος ο Μπόικο Μπορίσωφ, στην προσπάθειά του να σχηματίσει μια κυβέρνηση συνασπισμού.

Στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές στη Βουλγαρία την νίκη την κέρδισε το φιλοευρωπαϊκό κόμμα «Πολίτες για την Ευρωπαϊκή Ανάπτυξη της Βουλγαρίας» (GERB) του πρωθυπουργού Μπόικο Μπορίσωφ. Έτσι, έπειτα από δύο εθελούσιες εξόδους από την εξουσία, ο «αβύθιστος» Μπορίσωφ μπορεί ήδη για τρίτη φορά να ηγηθεί μιας κυβέρνησης. Κι αυτό παρά την εντυπωσιακή αύξηση των ευρωσκεπτικιστικών διαθέσεων στη χώρα, η οποία έφερε στη θέση του προέδρου, τον Νοέμβριο του 2016, τον φιλορώσο Ρούμεν Ράντεφ.
Μερικά αμερικανικά ΜΜΕ υποδέχθηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό την επιτυχία του Μπορίσωφ. Ιδιαίτερα οι «New York Times» θεώρησαν ότι αυτή ήταν μια νίκη της Ε.Ε. Η εφημερίδα χαρακτήρισε τα αποτελέσματα των εκλογών ως απογοήτευση για τον Βλαδίμηρο Πούτιν, που επιδιώκει, σύμφωνα με τους Αμερικανούς, να χρησιμοποιήσει τις εσωτερικές αντιθέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να ενισχύσει την επιρροή του στα κράτη της «Ενωμένης Ευρώπης».
Τέτοιου είδους δηλώσεις εξηγούνται με το ότι ο κύριος ανταγωνιστής του GERB, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Βουλγαρίας (ΣΚΒ), το οποίο είναι ο διάδοχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βουλγαρίας, ήλθε δεύτερο. Ήταν μάλιστα το Σοσιαλιστικό Κόμμα που υποστήριξε την υποψηφιότητα του Ράντεφ για την προεδρία του Νοεμβρίου του προηγούμενου έτους. Το κόμμα επανειλημμένως έχει εκφράσει την επιθυμία του για σύσφιξη των σχέσεων με τη Ρωσία και την άρση των αντιρωσικών κυρώσεων. Την ίδια ώρα  ο πεπεισμένος ευρω-οπτιμιστής Μπορίσωφ υποστήριξε ενεργά την επιβολή κυρώσεων εναντίον της Μόσχας. 
Πράγματι, λοιπόν, υπ’ αυτές τις συνθήκες η νίκη του Μπορίσωφ δεν είναι ένας λόγος για να χαίρονται τα δυτικά ΜΜΕ; Εντούτοις, οι Ευρωπαίοι δημοσιογράφοι στις δικές τους εκτιμήσεις, για κάποιο λόγο, αποδείχθηκαν πολύ πιο συγκρατημένοι από τους Αμερικανούς συναδέλφους τους. Για παράδειγμα, η EURACTIV, ανακοινώνοντας τα αποτελέσματα των εκλογών, δεν είχε συναισθηματικές εξάρσεις, επικεντρώνοντας περισσότερο στην πραγματική έκθεση της κατάστασης. Συγκεκριμένα, αν και η έκδοση υποδέχθηκε θετικά την νίκη του Μπορίσωφ, σημείωσε ότι τον ηγέτη του GERB τον περιμένουν πολύ δύσκολες συνομιλίες για το σχηματισμό κυβέρνησης.

Σάββατο 18 Μαρτίου 2017

Η Ελλάδα και ένας νέος βαλκανικός άξονας





Η Ελλάδα βρίσκεται ενώπιον κρίσιμων επιλογών στην βαλκανική της πολιτική, που μπορούν είτε να την ισχυροποιήσουν, μέσω μιας νέας βαλκανικής συμμαχίας έναντι του νεο-οθωμανικού επεκτατισμού, είτε να την μεταβάλουν σε ευάλωτο στόχο, ταυτοχρόνως, του τουρκο-αλβανικού και του σλαβικού αναθεωρητισμού. Οι, έως τώρα, κινήσεις εκ μέρους της Αθήνας δείχνουν την απουσία μιας μακρόπνοης στρατηγικής, με βάση τα νέα δεδομένα. Αντιθέτως, εκδηλώνεται με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, και χωρίς αντίλογο από την αντιπολίτευση, η μια και μοναδική οδός «σωτηρίας»: η απόλυτη ταύτιση με τα, εικαζόμενα ως, συμφέροντα των ΗΠΑ, ώστε μέσω της εκδούλευσης να προφυλαχθεί η πολλαπλώς απειλούμενη εθνική μας κυριαρχία.
Ως γνωστόν, οι γεωπολιτικές «τεκτονικές» πλάκες καθώς μετακινούνται, ενεργοποιούν στα σημεία τριβής τους ιστορικά ρήγματα, που ως συνέπεια έχουν την εκδήλωση επαναληπτικών συγκρούσεων. Ένα τέτοιο «σημείο» είναι τα Βαλκάνια. Η κατάρρευση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου είχε επιτρέψει την άμεση διείσδυση των ευρωατλαντικού παράγοντα σ’ όλη την βαλκανική ενδοχώρα. Κύριος στόχος της «νέας τάξης πραγμάτων» υπήρξε η δημιουργία μικρών και αδύναμων κρατών, ελεγχόμενων από τα ισχυρά δυτικά συμφέροντα, με παράλληλη εξάλειψη της όποιας ρωσικής παρουσίας. Όπως σύντομα αποδείχθηκε, οι ανησυχίες όσων σχεδίαζαν την νέα Ευρώπη για τη «ρωσική απειλή» ήταν εύλογες, παρά το ότι όταν ξεκινούσαν την εφαρμογή των σχεδίων τους, η Ρωσία του Γιέλτσιν τρέκλιζε τόσο, όσο και ο τότε πρόεδρός της. Γιατί το εσωτερικό δυναμικό της αυτοκρατορίας παρέμενε πάντα ζωντανό και ανέμενε αυτόν που θα έθετε και πάλι τη μηχανή σε λειτουργία. Όπερ και εγένετο! Μάλιστα, η ραγδαία δυτική επέλαση επιτάχυνε τις εξελίξεις στη ρωσική πολιτική σκηνή, καθώς ο εγωισμός της κρατικής ρωσικής ελίτ «πληγώθηκε» από την επονείδιστη αδυναμία της χώρας να αντιταχθεί στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Η Δύση, στην προσπάθειά της να ελέγξει τον βαλκανικό χώρο και να υπονομεύσει τους, εν δυνάμει συμμάχους της Ρωσίας, σλαβικούς λαούς, χρησιμοποίησε τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Αλβανοί, Βόσνιοι μουσουλμάνοι και Τούρκοι έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση του νέου βαλκανικού χάρτη. Οι εξωβαλκανικοί παράγοντες που διαμοίρασαν, προφανώς ιεραρχικά, τα «βαλκανικά ιμάτια» ήταν οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Τουρκία. Οι Αμερικανοί κράτησαν τον στρατηγικό έλεγχο της περιοχής, μέσω της νατοϊκής ομπρέλας, ενώ οι Γερμανοί έπαιρναν το οικονομικό τους μερίδιο, είτε άμεσα, είτε μέσω της Ε.Ε. Όσο για τους Τούρκους, άρπαζαν ό,τι μπορούσαν σε οικονομική, πολιτική, στρατιωτική και πολιτιστική επιρροή, από την Θράκη μέχρι τη Βοσνία και τις ακτές της Αδριατικής στην Αλβανία. Με την σημαία του μετριοπαθούς Ισλάμ και με την αρωγή «ευαγών» ατλαντικών ιδρυμάτων αλλά και του στενά συνεργαζόμενου μαζί τους Γκιουλέν, η Άγκυρα συγκρότησε ένα πυκνό δίκτυο ελέγχου στα Βαλκάνια. Υπό την ηγεσία του Ερντογάν αυτή η αυξανόμενη επιρροή ήλθε να «κουμπώσει» με το μεγαλεπήβολο όραμα της νεκρανάστασης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Στην ιστορία, ωστόσο, τα σχέδια, όσο και καλά να είναι μελετημένα, κινδυνεύουν να μείνουν ημιτελή, καθώς παρεισφρέουν απρόβλεπτοι, αρχικώς, παράγοντες. Έτσι και το βαλκανικό γεωπολιτικό τοπίο αλλάζει δραματικά και προς άλλες κατευθύνσεις από αυτές που είχαν υπολογισθεί στις αρχές του 1990. Είναι αλήθεια ότι οι ΗΠΑ, ή τέλος πάντως οι κύκλοι που κυριάρχησαν στην εξωτερική τους πολιτική, κατόρθωσαν εντέλει, έχοντας ολοκληρώσει επιτέλους την ουκρανική «πορτοκαλί επανάσταση», να υψώσουν ένα νέο αντιρωσικό παραπέτασμα. Ένα «τείχος» κρατών, το οποίο ξεκινά από την Φινλανδία -που προφανώς επιζητά να αποτινάξει από πάνω της τον υποτιμητικό όρο της φινλανδοποίησης, που της φόρτωσε η πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ-, τις Βαλτικές Δημοκρατίες -που ιδεολογικά μάλλον ζουν με το μισό πόδι στην εποχή του μεσοπολέμου-, την Πολωνία –που δεν έχει διάθεση να αποκηρύξει τον καθολικό συντηρητισμό της-, την διαλυμένη οικονομικά και κοινωνικά Ουκρανία και καταλήγει στην νευρική Ρουμανία.

Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

Το ριψοκίνδυνο παιχνίδι του Ερντογάν



Έχει καταστεί φανερό ότι ο Ερντογάν σάλπισε «γενική επίθεση» εναντίον της Ελλάδος όχι μόνον για λόγους εσωτερικής επικοινωνιακής τακτικής ενόψει του, αβέβαιου για το αποτέλεσμά του, σουλτανικού δημοψηφίσματος. Το μέγεθος και η ένταση των αμφισβητήσεων των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι τέτοια που υποδηλώνουν  ότι από το συρτάρι βγήκε σχεδιασμός – πολέμου. Μπήκαμε, επομένως, σε μια διαδικασία που είναι πολύ δύσκολο να μην οδηγήσει σε κάποια εμπλοκή. Ακόμη κι αν αυτή δεν συμβεί μέχρι την ημέρα του δημοψηφίσματος, αυτό δεν συνεπάγεται ότι η επόμενη ημέρα θα είναι διαφορετική. Στην πραγματικότητα, ο μόνος ουσιαστικός λόγος που θα συγκρατούσε τη Τουρκία από μια τυχοδιωκτική περιπέτεια στο Αιγαίο είναι η εμπλοκή της σε ευρείας έκτασης συγκρούσεις στη Συρία, με τους Κούρδους του YPG και SDF, ή και με το στρατό του Άσαντ. Σ’ αυτήν την περίπτωση, θα ήταν καθαρή τρέλα το άνοιγμα δεύτερου μετώπου, δεδομένου και τους χάους που επικρατεί, μετά το πραξικόπημα, στις τάξεις του τουρκικού στρατού. Η Άγκυρα, ωστόσο, αυτή τη στιγμή, συνεχίζει να εκμεταλλεύεται τη διεθνή ρευστότητα, τη μεταβατική περίοδο της διοίκησης Τραμπ και τη σύγκρουσή του με το παγκοσμιοποιημένο κατεστημένο, την προσπάθεια της Ρωσίας να την αποσπάσει από τις αγκάλες του ΝΑΤΟ, την ανύπαρκτη στη διεθνή σκηνή και κατακερματισμένη ήδη Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και τη διάθεση του Ισραήλ να περάσει, τελικώς, το φυσικό του αέριο από το τουρκικό έδαφος.
Ζούμε το δίχως άλλο σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται ραγδαίως, όσο και αν κάποιες ελίτ, μεταξύ αυτών και η ελληνική, δεν θέλουν να το παραδεχθούν κι εξακολουθούν να διαβάζουν τα γεγονότα με τα γυαλιά του παρελθόντος ενώ ξορκίζουν το κακό στη βάση των κοινών τόπων των προηγούμενων δεκαετιών. Ο κόσμος αλλάζει, νέοι πόλοι ισχύος αναφύονται και νέες ισορροπίες διαμορφώνονται. Αναθεωρητικές δυνάμεις, όπως η Τουρκία, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να προβάλουν τις διεκδικήσεις τους. Πολλώ δε μάλλον, που στο εσωτερικό της συντελείται μια ιστορικών διαστάσεων μετάλλαξη του κράτους σε ισλαμο-απολυταρχικό. Κι όπως το κεμαλικό κράτος δημιουργήθηκε πάνω στις στάχτες της Σμύρνης, και το νέο ερντογανικό κράτος επιζητεί την βεβαίωσή του με την επέκτασή του στο Αιγαίο, στη Συρία, στην Κύπρο και στην Θράκη. Έτσι ώστε να έχει τη δυνατότητα να συντρίψει και τον εσωτερικό εχθρό –Κούρδους, Αλεβίτες, κοσμικούς- που αντιμάχεται την νέα εξουσία.